θριαμβολογία

θριαμβολογία
η
το να περιαυτολογεί κάποιος, περιαυτολογία, καυχησιολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • μεγαλαυχία — η (Α μεγαλαυχία) [μεγάλαυχας] κομπασμός, καυχησιολογία, αλαζονεία («ἔν τε τοῑς ἐπαίνοις καὶ ταῑς τῶν ἄλλων μεγαλαυχίαις», Πλάτ.) αρχ. θριαμβολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”